- κηραμύντης
- κηρ-αμύντης, ὁ, Unglücksabwender
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κηραμύντης — κηραμύντης, ὁ (Α) (επίθ. τού Ηρακλή) αυτός που αποτρέπει το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρ (I) + αμύντης (< άμννω «υπερασπίζομαι»)] … Dictionary of Greek
κηραμύντης — averter of evil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηραμύντου — κηραμύντης averter of evil masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμύντης — ἀμύντης, ο (ΑΜ) αυτός που βοηθάει κάποιον σε κάτι, ο υπερασπιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω. ΣΥΝΘ. αρχ. κηραμύντης «αυτός που αποκρούει τον μοχθηρό», επίθετο που αποδόθηκε στον Ηρακλή] … Dictionary of Greek
κηρ — (I) κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α) 1. ως κύριο όν. Κήρ η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.) 2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α.… … Dictionary of Greek